- αργασμένος
- η , ο1) дублёный (о коже); 2) обработанный (о поле); 3) перен. тёртый (о человеке); 4) избитый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργάζομαι — αργάζομαι, αργάστηκα, αργασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής